άξαφνος

άξαφνος
-η, -ο
ξαφνικός, αιφνίδιος: Ο γυρισμός του γιου τους ήταν άξαφνος· το ουδ. ως ουσ., το άξαφνο απρόοπτο (κακό): Το κακό που τους βρήκε ήταν μεγάλο κι άξαφνο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άξαφνος — η, ο [άξαφνα] 1. αιφνίδιος, απροσδόκητος, ξαφνικός, αναπάντεχος 2. το ουδ. ως ουσ. το άξαφνο κάτι, συνήθως κακό, που γίνεται απροσδόκητα («άξαφνο να σούρθει» κατάρα) …   Dictionary of Greek

  • έξαφνος — η, ο και άξαφνος [έξαφνα] αιφνίδιος, απρόοπτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”